- Μαρτινίκα
- Νησί (1.102 τ. χλμ., 381.427 κάτ. το 1999) της Κεντρικής Αμερικής, στις Αντίλλες, το οποίο αποτελεί υπερπόντιο νομό της Γαλλίας, με πρωτεύουσα τη Φορ-ντε-Φρανς (Fort-de-France, 94.049 κάτ.).Βρίσκεται στα Προσήνεμα νησιά των Μικρών Αντιλλών, ανάμεσα στη Ντομίνικα στα Β και στη Σάντα Λουσία στα Ν, ενώ στα Α βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Δ από την Καραϊβική θάλασσα.Σύμφωνα με το σύνταγμα της Γαλλίας η εκτελεστική εξουσία ασκείται από έναν νομάρχη, ο οποίος διορίζεται από τον πρόεδρο της Γαλλίας και η νομοθετική από δύο συμβούλια, το Γενικό και το Περιφερειακό. Το πρώτο αριθμεί 45 μέλη και το δεύτερο 41 μέλη, τα οποία εκλέγονται για εξαετή θητεία. Η Μ. εκλέγει 4 βουλευτές και 2 γερουσιαστές στα αντίστοιχα γαλλικά νομοθετικά σώματα. Επίσης συμμετέχει στην Ευρωβουλή. Η δικαστική εξουσία ασκείται από ένα εφετείο καθώς και από πρωτοβάθμια δικαστήρια.
Επίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, ωστόσο η πλειοψηφία των κατοίκων χρησιμοποιεί μια κρεολική διάλεκτο στις καθημερινές συναλλαγές της. Το ποσοστό φοίτησης στα εκπαιδευτήρια είναι ιδιαίτερα υψηλό (98%)· η Μ. διαθέτει σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, τεχνικές σχολές αλλά και μερικές σχολές του πανεπιστημίου των Αντιλλών και της Γουιάνας. Η πλειονότητα του πληθυσμού έχει ασπαστεί το δόγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας (95%), ενώ ένα μικρό ποσοστό είναι ινδουιστές ή διατηρεί παγανιστικά έθιμα αφρικανικών θρησκειών. Η άμυνα της Μ. είναι από την ευθύνη του στρατού της Γαλλίας. Το νησί, η εσωτερική ζώνη του οποίου καλύπτεται ακόμα σε μεγάλο μέρος από πυκνό δάσος, είναι εξαιρετικά ορεινό και φτάνει το ύψος των 1.397 μ. στο Όρος Πελέ. Το όρος είναι ένα επιβλητικό ηφαιστειακό συγκρότημα, του οποίου η έκρηξη του 1902 έχει παραμείνει στην ιστορία καθώς κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη Σεν-Πιερ, αριθμώντας περίπου 30.000 θύματα· η καταστροφή αυτή παρουσιάζεται σήμερα με στοιχεία σε ένα μουσείο του Σεν Πιέρ.
Οι ποταμοί της Μ. είναι μικροί, αλλά έχουν πολύ νερό και ταχύ ρεύμα. Το κλίμα είναι τροπικό, πολύ ζεστό και υγρό, με άφθονες βροχοπτώσεις, κυρίως στις βορειοανατολικές πλευρές, οι οποίες είναι εκτεθειμένες στους υγρούς αληγείς ανέμους· στους θερινούς μήνες σημειώνονται επικίνδυνοι τυφώνες.
Στο επίπεδο της θάλασσας η μέση θερμοκρασία φτάνει περίπου τους 26°C. Η εποχή των βροχών διαρκεί από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο και η εποχή της ξηρασίας –η οποία ονομάζεται καρέμ– από τον Δεκέμβριο έως τον Μάιο. Ο βορειοανατολικός αληγής άνεμος επιδρά θετικά στο κλίμα, κυρίως την περίοδο της καρέμ, όταν οι βροχές είναι σπανιότερες και οι θερμοκρασίες ήπιες. Στη χειμερινή περίοδο, και συγκεκριμένα από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο, το νησί ζει υπό την απειλή των κυκλώνων, οι οποίοι εκδηλώνονται με εκπληκτική βιαιότητα και συνοδεύονται από έντομα ανεμοβρόχια, προκαλώντας συχνά καταστρεπτικές επιπτώσεις στις καλλιέργειες και στις κατοικίες του πληθυσμού. Οι προσήνεμες περιοχές, επηρεασμένες από τους αληγείς ανέμους, δέχονται συχνές βροχές, επειδή τα βουνά αναγκάζουν τις μάζες αέρα να υψώνονται, προκαλώντας βροχοπτώσεις, ενώ αντίθετα, στις υπήνεμες περιοχές, οι μάζες αέρα θερμαίνονται και καθίστανται ξηρές.
Οι κλιματικές αυτές διαφορές αντανακλούν στις καλλιέργειες. Οι ζώνες στις υπώρειες των βουνών και οι προσήνεμες πλαγιές των μεγάλων ηφαιστειακών νησιών καλύπτονται από πυκνά δάση, που κάτω από τα 1.000 μ. αραιώνουν, για να καταλήξουν –σε χαμηλότερα υψόμετρα– στη μορφή της σαβάνας. Οι ξηρές περιοχές των υπήνεμων ακτών παρουσιάζουν δασώδη βλάστηση, η οποία εναλλάσσεται με αγκαθωτούς θάμνους και κάκτους, αφήνοντας γυμνές μεγάλες βραχώδεις ζώνες. Τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά της Μ. είναι κοινά με εκείνα των Γαλλικών Αντιλλών. Ο πληθυσμός των νησιών είναι πολυάριθμος και ποικίλλει εθνολογικά. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό συνδέεται άμεσα με την αποικιακή ιστορία των Αντιλλών και με την αξιοποίησή τους, που επιδιώχθηκε με τη δημιουργία μεγάλων κτημάτων με φυτείες από ζαχαροκάλαμο, γνωστών με την ονομασία Aμπιτασιόν.
Πριν από την αποίκιση, στις Αντίλλες ζούσαν πληθυσμοί Kαρίβων και Aραουάκων, οι οποίοι σύντομα αποδεκατίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από Γάλλους αποίκους –που όμως δεν ξεπέρασαν ποτέ τον αριθμό των 10-12.000 σε κάθε νησί στα τέλη του 18ου αι., εποχή που τα κέρδη από τις φυτείες έφτασαν στο απόγειό τους– και κυρίως από νέγρους, που μεταφέρθηκαν στα νησιά με το δουλεμπόριο (1650-1815). Στα δύο αυτά βασικά στοιχεία του πληθυσμού και στους μιγάδες που γεννήθηκαν από τη διασταύρωσή τους προστέθηκαν, στο β’ μισό του 19ου αι., εργάτες φερμένοι από την Ινδία, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν στη Μ. μετά τη λήξη του συμβολαίου τους.
Μέχρι το 19ο αι., τα νησιά παρουσίαζαν κάθε χρόνο μείωση πληθυσμού, που συμψηφιζόταν μόνο από την εγκατάσταση μεταναστών από ξένα μέρη.
Ο δείκτης γεννήσεων, ανάμεσα στις αρχές του 20ού αι. και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατάφερε σταδιακά να ξεπεράσει τον δείκτη θνησιμότητας και οι Γαλλικές Αντίλλες γνώρισαν μια ικανοποιητική φυσική δημογραφική αύξηση. Στη συνέχεια, με τη διάδοση των υγειονομικών μέσων και της τροπικής ιατρικής, καθώς και με την εφαρμογή των γαλλικών κοινωνικών νόμων μετά τη σύσταση σε διαμερίσματα, παρατηρήθηκε, μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, μια πραγματική δημογραφική έκρηξη. Το προσδόκιμο ζωής στη Μ. ανέρχεται (2002) στα 78,56 χρόνια (77,92 για τις γυναίκες και 79,19 για τους άνδρες), ενώ το 1999 η μέση πληθυσμιακή πυκνότητα υπολογίστηκε 346, 1 κατ. ανά τ. χλμ. Ωστόσο, στην κοιλάδα Λε Λαμεντέν η πυκνότητα ξεπερνά τους 500 κατ. ανά τ. χλμ., ενώ σε ορισμένες βόρειες ζώνες του νησιού μειώνεται σε λιγότερους από 100.
Η κυριότερη πόλη του νησιού είναι η πρωτεύουσα Φορ-ντε-Φρανς, η οποία ιδρύθηκε γύρω από ένα οχυρό, που χτίστηκε το 1638 από τον τότε Γάλλο κυβερνήτη. Η πόλη αποτελεί το κύριο λιμάνι της Μ. ενώ παράλληλα είναι αξιόλογο εμπορικό κέντρο, κυρίως για γεωργικά προϊόντα, ενώ διαθέτει και μικρές βιομηχανίες για τη μεταποίησή τους. Άλλες αξιόλογες πόλεις είναι οι Σεν-Πιερ, Λα Τρινιτέ και Λε Λαμεντέν.Η οικονομία της Μ. στηρίζεται στον τουρισμό, όπου απασχολείται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Με την αγροτική οικονομία ασχολείται το 6% του ενεργού πληθυσμού. Πολλοί από τους κατοίκους ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την αλιεία, η οποία παρουσιάζει ικανοποιητική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια.
Με τη βιομηχανία και τον ορυκτό πλούτο ασχολείται το 17% του ενεργού πληθυσμού. Η διύλιση πετρελαίου και η παραγωγή ποτών είναι η βασική βιομηχανική παραγωγή της Μ., ενώ επίσης εδράζονται στο νησί βιομηχανικές μονάδες για παραγωγή τσιμέντου, χημικών προϊόντων, πλαστικών, κλωστοϋφαντουργίας κ.ά., καθώς και τα μεγαλύτερα διυλιστήρια ζάχαρης. Σημαντική καλλιέργεια είναι αυτή της μπανάνας, που άρχισε να επικρατεί κυρίως από το 1955 και αποτελεί το σπουδαιότερο εξαγώγιμο προϊόν μαζί με τη ζάχαρη. Σημαντικά είναι επίσης τα τροπικά φρούτα, τα εσπεριδοειδή, η βανίλια, το κακάο και, για την εσωτερική κατανάλωση, το καλαμπόκι, οι πατάτες, οι μπανάνες, η μανιόκα, τα κηπευτικά. Σχετική είναι η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, η οποία καλύπτει τις τοπικές ανάγκες, ενώ ένα μικρό μέρος της προορίζεται για εξαγωγή. Το 1989 το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του νησιού έφτανε τα 2.612 εκ. δολ. (1989) και το κατά κεφαλήν εισόδημα τα 7.700 δολ.Το νησί ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1502 από τον Χριστόφορο Κολόμβο κατά τη διάρκεια του τέταρτου ταξιδιού του, ο οποίος αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει αμέσως και να κατευθυνθεί στην Αϊτή, επειδή τα καράβια του ήταν σε κακή κατάσταση.
Η πρώτη προσπάθεια για γαλλική αποίκιση της Μ. συντελέστηκε τον 16ο αι. από μια πειρατική αποστολή του Πιερ Mπελέν ντ’ Eσναμπί και του Iρμπέν ντε Pουασέ, του πειρατή της Διέππης, που κατέφυγε ύστερα από μια μάχη με ένα ισπανικό γαλιόνι στο νησί του Αγίου Χριστόφορου. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, ο ντ’ Eσναμπί οργάνωσε την εταιρεία του Αγίου Χριστόφορου με την υποστήριξη του καρδινάλιου Ρισελιέ και αναχώρησε εκ νέου με 500 αποίκους.
Η νέα αποικία δεν αναπτύχθηκε εξαιτίας των συνεχών επιθέσεων των Ισπανών, και το 1635 μια νέα εταιρεία απορρόφησε αυτή του Αγίου Χριστόφορου και κατέλαβε τη Μ. Το 1662 η Μ. περιήλθε στον άμεσο βασιλικό έλεγχο με τη θέληση του Kολμπέρ, του μεγάλου υπουργού Οικονομικών του Λουδοβίκου ΙΔ’. Κατά τον 18ο αι. οι εξαγωγές ζάχαρης του νησιού κατέστησαν τη Μ. μια από τις πιο σημαντικές αποικίες της Γαλλίας. Το 1943 αποτέλεσε γαλλικό διαμέρισμα και το 1974 η Μ. απέκτησε το καθεστώς του υπερπόντιου γαλλικού νομού.
Στη δεκαετία του 1980 ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν παραχώρησε μεγαλύτερη αυτονομία στο νησί, καθώς άρχισε να αναπτύσσεται αυτονομιστικό κίνημα και στις γαλλικές εκλογές του 1986 η Μαρτινίκα απέστειλε τέσσερις βουλευτές στη γαλλική Βουλή.
Άποψη της Φορ-ντε-Φρανς, πρωτεύουσας της Μαρτινίκα, που βρίσκεται στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου και είναι ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα λιμάνια όλου του συμπλέγματος των Αντιλλών.
Dictionary of Greek. 2013.